- ἀφεστώσας
- ἀφεστώσᾱς , ἀφίστημιput awayperf part act fem acc plἀφεστώσᾱς , ἀφίστημιput awayperf part act fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.